οἰνόκρεον

οἰνόκρεον
οἰνό-κρεον, τό,
A meat preserved in vinegar, PSI9.1073 (iv A. D.), PKlein.Form.773(v A.D.), PGrenf.2.99.3 (vi A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οινόκρεον — οἰνόκρεον, τὸ (ΑΜ) κρέας που διατηρείται μέσα σε ξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κρέον (< κρέας)] …   Dictionary of Greek

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”